Λυκιοεργής

Λυκιοεργής
Λῠκιοεργής, [var] contr. [suff] Λῠκι-ουργής, ές,
A of Lycian workmanship, προβόλους Λυκιοεργέας (λυκοεργέας and λυκεργέας codd.) Hdt.7.76 (quoted by Ath.11.486d);

Λυκιουργεῖς φιάλαι D.49.31

, cf. Poll.6.97: called βατιάκαι Λυκιουργοί in Epist.Alex. ap. Ath.11.784b (-ουργεῖς corr. Schw.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυκιοεργής — και συνηρ. τ. λυκιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ. β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + εργής (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • λυκιουργεῖς — Λυκιοεργής of Lycian workmanship masc/fem acc pl Λυκιοεργής of Lycian workmanship masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκιοεργέας — Λυκιοεργής of Lycian workmanship masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκιοεργέας — Λυκιοεργής of Lycian workmanship masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκιουργής — Λυκιοεργής of Lycian workmanship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • λυκιουργής — λυκιουργής, ές (Α) βλ. λυκιοεργής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”